- ἐπαγκωνίδιον
- ἐπαγκων-ίδιον, τό,A cushion, Aët.16.108(98).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επαγκωνίδιον — ἐπαγκωνίδιον, το (Α) μαξιλάρι για να ακουμπά κανείς, προσκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγκων ίδιον (< αγκών)] … Dictionary of Greek
ἐπαγκωνίδιον — cushion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)